ο τοίχος

υπάρχει ένα μικρό παραθυράκι, που χρησιμεύει κυρίως για εξαερισμό. δεν έχει θέα. ανοίγει σ’ έναν τούβλινο τοίχο, τόσο ψηλό που δεν αφήνει το φως του ήλιου να φτάσει στο δωμάτιο. φαντάσου το κάπως σαν φωταγωγό. μπορεί αν κοίταζες προς τα κάτω να έβλεπες αποτσίγαρα και παλιά προφυλακτικά πεταμένα. ίσως και κανένα σπασμένο μπουκάλι. μόνο που δεν μπορείς να κοιτάξεις προς τα κάτω, γιατί το παραθυράκι είναι τόσο στενό που δεν χωράει να βγει το κεφάλι σου.

η θέα λοιπόν, δεν υπόσχεται και πολλά. κάθομαι και χαζεύω τα τούβλα που κανείς δεν μπήκε στον κόπο να σοβατίσει. παρατηρώ τις στρώσεις του τσιμέντου ανάμεσά τους με το ενδιαφέρον τεχνοκριτικού για τις πινελιές του βαν γκογκ. προσπαθώ να διακρίνω ομοιότητες και διαφορές, αν ήταν βιαστικός ή μερακλής ο οικοδόμος, από τους παλιούς μάστορες που τοποθετούσαν με προσοχή τα τούβλα ένα ένα, μελετώντας πόσο τσιμέντο θα χρειαστεί ανάμεσα σε κάθε στρώση ώστε ο τοίχος να είναι γερός και σταθερός.

ξεκινάει κάπως έτσι, με ολόισια τούβλα και σωστά μοιρασμένο το κονίαμα ανάμεσα. όσο ανεβαίνει ο τοίχος όμως, το πράμα αλλάζει. η ποσότητα αυξομοιώνεται, αρχίζουν οι τσαπατσουλιές, μερικά τούβλα είναι πασαλειμένα στην εξωτερική πλευρά, διακρίνω και καναδυό σαν ραγισμένα.

μου καρφώνεται η ιδέα ότι το χτίσιμο ενός τοίχου μοιάζει κάπως με τον γραφικό χαρακτήρα. ότι θα μπορούσα να καταλάβω πώς ένοιωθε ο χτίστης ενώ έβαζε τα τούβλα το ένα πάνω στο άλλο και ύψωνε τον απέναντι τοίχο, ότι με λίγη προσοχή θα καταφέρω να διακρίνω ακομα και το είδος των σκέψεων που περνούσαν από το μυαλό του. εδώ άλειφε προσεκτικά το κονίαμα, και θυμόταν καλοκαίρια και πλάτες που γυαλίζουν χαϊδεμένες με αντιηλιακό. εδώ το πέταγε με ορμή, σαν να φτύνει στο πρόσωπο τον φίλο που τον πρόδωσε. εδώ απλά διεκπεραίωνε, σαν τον σαρλό στους μοντέρνους καιρούς.

τούτη εδώ είναι μια ιστορία χωρίς επιμύθιο. κι αν θες οπωσδήποτε ένα νόημα σε όλα αυτά, σκέψου πόσο προσπαθεί κάποιος ν’ αποφύγει να κοιτάξει προς τα μέσα, που αποκτά ενδιαφέρον κι ο απέναντι τούβλινος τοίχος

Αποτέλεσμα εικόνας για παραθυρο θεα

 

μικρό γαλατικό χωριό

σάββατο απόγευμα, στο golden hall. άπειρα καρότσια με νέους μπαμπάδες, μαμάδες που κοιτάνε ακριβά ρούχα στις εκπτώσεις. χαϊδεύω κασμιρένια πουλόβερ που δεν θα αγοράσω. κοιτάζω παπούτσια που δεν θα φορέσω. μπουφάν για χειμωνιάτικες εκδρομές στα χιόνια που δεν θα κάνω. κοιτάω από μακριά κάτι ρούχα στο οποία δεν μου αρέσω.

δεν πεινάω ακριβώς. είμαι σαν τον οβελίξ, έχω ένα κενό εδώ.

no milano

ξεκινήσαμε ένα θεατρικό παιχνίδι, κι έπρεπε να πούμε το όνομά μας και κάτι που να θέλουμε πολύ. ακούγοντας την οδηγία, και με δεδομένο ότι δεν θα έλεγα σ’ ένα τσούρμο αγνώστους ότι δεν θέλω να πεθάνω μόνη μου ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι, σκέφτηκα να πω ότι με λένε κόκκινη έρημο και θέλω να πάω στην παταγονία. ήμουν όμως η προτελευταία στον κύκλο, κι έτσι μέχρι να έρθει η σειρά μου άκουσα από τους υπόλοιπους για ταξίδια, για φευγιό, για βαλίτσες γεμάτες που θα τους κάνουν παρέα, για πλοία και τρένα που θα τους πάρουν όλους μακριά.

όλοι να φύγουμε θέλουμε τελικά. από το εδώ, από το τώρα, από την καθημερινότητά μας που μας οδηγεί με απαρέγκλιτα βήματα προς τον θάνατο.

πρόλαβα κι άλλαξα την απάντηση πριν έρθει η σειρά μου. τους είπα ότι με λένε κάπως αλλιώς, κι ότι θα ήθελα να μην θέλω να ταξιδεύω, ότι θα ήθελα να μάθω να μου αρέσει το εδώ και το τώρα. κι αν ξαναζώ τη στιγμή και τη γράφω εδώ, είναι για να το θυμάμαι την επόμενη φορά που θα μπω στο ίντερνετ για να οργανώσω ταξίδια που δεν θα γίνουν κι αποδράσεις που θα κολλήσουν στον ηλεκτροφόρο φράχτη της ζωής.

DSC_3233-1024x682

τελειότητα

δεν έμοιαζε τέλεια η μέρα όταν την έζησα, δεν μπορώ καλά καλά να την τοποθετήσω χρονικά σε συγκεκριμένη περίοδο. είναι κρυμμένη σ’ ένα πολύ γενικό παλιά, κάπου πριν αρχίσει η ζωή να γίνεται περίπλοκη, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.

μάλλον χειμώνας, μάλλον κρύο, σίγουρα λιακάδα. έχουμε αυτοκίνητο, κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα, φτάνουμε σε απροσδιόριστο σημείο της αττικής ακτογραμμής όπου τσιμεντένιοι αχινοί δημιουργούν ένα προστατευτικό κλοιό γύρω από τη στεριά. περπατάω πάνω τους κάνοντας τη χαριτωμένη. μου γελάς. σαν τις ταινίες, ξαφνικά, μοιάζει να παίζει το perfect day από αόρατα ηχεία.

axinoi

χαζεύουμε τη θάλασσα, σαχλαμαρίζουμε στην ακροθαλασσιά, χαιρόμαστε τον ήλιο και το να σ’ αγαπούν. μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και πάμε να συναντήσουμε την πραγματική ζωή.

υ.γ. πάτα play εδώ για το σάουντρακ τούτου του ποστ: https://www.youtube.com/watch?v=pgviDNeXQ2w

 

αποτύπωμα

έχω πάντα την ίδια ένσταση, ότι οι στιγμές που αξίζει να καταγραφούν, δεν χωράνε σε καμία οθόνη, κάμερα ή ψηφιακή αποτύπωση. δεν κλείνεται η ομορφιά σε λίγα πίξελ, ούτε η φρίκη τρυπώνει ολόκληρη στο κάδρο του εικονολήπτη. κι αν αυτό το τελευταίο το μετράμε στα θετικά της ανεπάρκειας, το άλλο είναι μειονέκτημα γερό στον πόλεμο ενάντια στη λήθη.

προσπαθώ να καταγράφω με την ψυχή. συμφωνώ ότι η ατάκα είναι κάπως μελό, αλλά δεν μπορώ να σου το εξηγήσω διαφορετικά. σαν να τραβάω μια χαρακιά στον κορμό της ύπαρξής μου, για να μείνει το αποτύπωμα όταν θα προσθέσει δαχτυλίδια ο χρόνος. οι χαρακιές πονάνε, αλλά κάτι μένει τελικά.

διέσχισα την πελοπόννησο μεταφέροντας οστά. ο ουρανός έκανε το ταξίδι μου ξεχωριστό, κόβοντας την ορατότητα στα δύο μέτρα, προσφέροντας μια υπέροχη γκάμα γκρίζου. είναι από τις διαδρομές που πρέπει να κάνεις, αυτή με τους καταρράκτες να σε ακολουθούν στα χιλιόμετρα. ένιωσα απέραντη ευγνωμοσύνη για όλο το φως. κι όταν συνάντησα τη θάλασσα, στάθηκε στο ύψος κάθε προσδοκίας κι έριξε κύματα ψηλά, γεμάτα γκρίζα δύναμη. χείμαρροι έρχονταν από αριστερά για να την συναντήσουν, αέρας σφύριζε με ενθουσιασμό, κι εγώ χαμογελούσα οδηγώντας.

λίγο σαν ταινία, αλλά όχι πολύ ισορροπημένου σκηνοθέτη. η ισορροπία είναι κάπως υπερεκτιμημένη, δεν συμφωνείς; img_1296

 

κανονικά

οι γείτονές μου είναι κανονικοί άνθρωποι. ξέρεις, απ’ αυτούς που πάνε στη δουλειά τους το πρωί, επιστρέφουν, τρώνε και χαζεύουν στην τηλεόραση. στις εθνικές γιορτές βάζουν τη σημαία με περηφάνια στο μπαλκόνι. να φανταστείς, ανακαίνισαν πρόσφατα το σπίτι τους κι έβαλαν στα καινούρια κάγκελα τους δύο κρίκους όπου στερεώνεται ο ιστός. πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ, ψωνίζουν στις εκπτώσεις, πάνε λίγες μέρες διακοπές κάθε καλοκαίρι, σε κάποιο ακαθόριστο χωριό που μετά το ξεχνάνε μέχρι τον επόμενο αύγουστο.

οι γείτονές μου είναι κανονικοί άνθρωποι. φροντίζουν η αυλή τους να είναι καθαρή, μου κάνουν διακριτικές παρατηρήσεις για τη ζούγκλα που έχει φυτρώσει στον κήπο μου. να προσέχω τις λεύκες που πέταξαν, θα πειράξουν τα θεμέλια του σπιτιού, να έχω τον νου μου γιατί είδαν ένα φίδι στο απέναντι οικόπεδο τις προάλλες, τέτοια. όταν η γειτόνισσα απλώνει, μια ευχαριστή χημική ευωδιά φτάνει ως τη βεράντα μου. χρυσή ορχιδέα ή κάτι σε τσιχλόφουσκα.

καμιά φορά, τον χειμώνα, επιστρέφοντας αργά, βλέπω τη γειτόνισσα στο ισόγειο μπαλκόνι της να καπνίζει, τυλιγμένη στη ρόμπα και την εσάρπα της. φοράει σκουφί κι ίσως γάντια, δεν μπορώ να διακρίνω καλά. μοιάζει λίγο με φάντασμα όπως καπνίζει στο ημίφως. έχουν ένα αυτοκίνητο πάντα καθαρό κι ένα πολύ ήσυχο παιδί που τώρα πια πρέπει να τελείωσε την πρώτη γυμνασίου. από την κουζίνα τους έρχονται ένα σωρό όμορφες, σπιτικές μυρωδιές. σήμερα έφαγαν κεφτεδάκια.

οι γείτονές μου έχουν μια παράξενη γειτόνισσα. κυκλοφορεί ακαθόριστες ώρες, δεν σκουπίζει το πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι της, για να μην πούμε για τη ζούγκλα που έχει φυτρώσει στον κήπο, να δεις που αυτές οι λεύκες θα της πειράξουν τα θεμέλια και θα τρέχει. και καλά τα δικά της, αν φτάσουν και σε μας οι ρίζες; τόσα λεφτά δώσαμε για την ανακαίνιση, το δάνειο θα το ξεχρεώνουμε μέχρι να γεράσουμε.

η παράξενη γειτόνισσα των γειτόνων μου δεν μαγειρεύει κεφτεδάκια, δεν βάζει σημαία, δεν βλέπει καν τηλεόραση. κάθεται στη βεράντα και διαβάζει. οι γάτες της ανεβαίνουν στα κάγκελα και χαζεύουν τον δρόμο, κοιτούν επισταμένα την απέναντι λεύκα και παρακαλάνε να έρθουν πιο κοντά τα τζιτζίκια και οι καρδερίνες για να τα πιάσουν.

20150711_174404

βιογραφία

καμιά φορά, ενώ περπατάω στους δρόμους αυτής της πόλης, βλέπω την ιστορία της ζωής μου σαν βιβλίο. μου αρέσει να βάζω και λίγο δράμα μέσα, έτσι, για να γίνει πιο πιασάρικη η ταινία που θα βασιστεί στη βιογραφία μου. με βλέπω με τα μάτια του δημιουργού, με την αποστασιοποιημένη συμπάθεια που δείχνει ο συγγραφέας στους χαρακτήρες που πλάθει.

κοιτάζω γύρω μου και σημειώνω σ’ ένα ανύπαρκτο σημειωματάριο ‘περπατούσε χαμογελώντας, σαν να χαϊδεύει με το βλέμμα της τον κόσμο’. μπαίνω στον ρόλο και χαμογελάω. χαζεύω τα σπίτια και τους ανθρώπους και νιώθω ότι πρέπει ν’ αποφασίσω αν το έργο θα είναι κομεντί ή δραματικό, αν θα νικάει η καθημερινότητα ή οι στιγμές της απόδρασης. πόσο σασπένς να βάλω ώστε να είναι πιστευτή η υπόθεση. ποιοι θα είναι οι υπόλοιποι χαρακτήρες και σε πόσες σελίδες θα εμφανίζεται ο καθένας πριν πάει στο επόμενο μυθιστόρημα.

διαβάζω το πρωί, στο βαγόνι του προαστιακού. προσπαθώ να ρίξω μια ματιά στις παρακάτω -άγραφες- σελίδες. να μαντέψω τη συνέχεια. ξεχνάω ότι δεν παίζεται έτσι αυτό το παιχνίδι

edward-hopper-chair-car-19651

ο πίνακας είναι του hopper. αλλά αυτό το μάντεψες ήδη..

έλα

έλα να μιλήσουμε για την απώλεια.

για τις άδειες μέρες που κλείνεσαι στο καβούκι σου και περιμένεις να περάσουν.

για τη λύπη που κρύβεις σε χαμόγελα.

για τον πόνο που δεν μπορείς να μοιραστείς γιατί τον θες, έστω αυτόν, δικό σου.

έλα να πούμε για πληγές που θες να ξεχάσεις.

για ουλές που συντηρείς κάτω από το δέρμα, κρυμμένες.

—————————————————————————-

early-sunday-morning

—————————————————————————-

εντάξει, έχεις δίκιο, δεν είναι αυτά ωραία θέματα για καλοκαίρι.

μίλα μου λοιπόν για γνωστούς και φίλους.

πες μου για το πόσο γεμάτο είναι το πρόγραμμά σου, δεν προλαβαίνεις.

για τα γέλια που κάνατε με την παρέα σου.

για την καλή σου διάθεση.

για το μαύρισμα και τον αέρα που είχε προχθές.

για την άμμο που σε χτύπησε όταν άρχισε ο βοριάς τα δικά του.

πες μου για την πληγή που σου άνοιξε ο βράχος πηγαίνοντας στην παραλία, άσε τις άλλες που έγραφα εγώ πριν. ξέχασα ότι τις θέλουμε κρυμμένες αυτές.

μίλα μου για την ομορφιά, να ξεχάσω τα υπόλοιπα.

το χέρι της νίκης

σε μια από τις επισκέψεις μου στο λούβρο, ανήκα σ’ ένα γκρουπ με ξεναγό. η καλή κυρία λοιπόν, μας ενημέρωσε ότι στις ανασκαφές που ακολούθησαν την ανακάλυψη του αγάλματος της νίκης στη σαμοθράκη, βρέθηκε μέρος της παλάμης του. οι αρχαιολόγοι θεώρησαν ότι δεν είχε νόημα να εκτίθεται μόνη της στο μουσείο του νησιού μια παλάμη ενώ το υπόλοιπο άγαλμα βρισκόταν στη γαλλία. δώρισαν λοιπόν το νέο εύρημα στο λούβρο. αν πας εκεί θα τη δεις, αγέρωχη, σε περίοπτη θέση, να λάμπει πάνω στο βάθρο της. κι αν γυρίσεις στ’ αριστερά της, θα δεις σε μια προθήκη ό,τι σώθηκε από την παλάμη της.

νικη μαυρη

το μειονέκτημα αυτής της -όχι εντελώς παράλογης- σκέψης και στάσης είναι ότι η ελλάδα δεν μπορεί να διεκδικήσει τη νίκη της σαμοθράκης από το λούβρο, όπως κάνει με τα μάρμαρα του παρθενώνα πχ, γιατί με τη δωρεά αυτή, φάνηκε ότι αναγνωρίζει, αποδέχεται και νομιμοποιεί την κατοχή του από το γαλλικό μουσείο.

niki_2

κι αν αναρωτιέσαι πού μου ήρθε τώρα η νίκη, είναι γιατί αυτή κόλλησε στο μυαλό μου από τα ξημερώματα του προηγούμενου σαββάτου, πριν ακόμα διαβάσω το κείμενο της πρότασης που είναι σαν τη γάτα του schrodinger, πριν προσπαθήσουν να με τρομοκρατήσουν κανάλια που δεν παρακολουθώ και άνθρωποι που φοβούνται και τη σκιά τους.

γιατί ένα ναι τώρα, θα μου στερήσει την ικανότητα για όλα τα όχι που θα πρέπει να πω αργά ή γρήγορα. που θα έπρεπε να έχουν ήδη ειπωθεί. τα όχι που είναι έτοιμα από καιρό και θαρραλέα.

χερι νικης

και γιατί αν το καλοδείς, είναι και λίγο σαν να τους κάνει κωλοδάχτυλο η νίκη -και με το δίκιο της!

hope, hopper, grasshopper

κάθομαι σε μία σχετικά άβολη καρέκλα, στο μικρό μπαλκονάκι του δωματίου μου. από κάτω ο κεντρικός δρόμος φέρνει ένα συνεχές βουητό που, αν προσπαθήσω λίγο, μπορώ να με πείσω ότι είναι ήχος από κύματα, μια φθινοπωρινή μέρα σ’ ένα νοικιασμένο δωμάτιο πάνω απ’ το λιμάνι. αποφεύγω να κοιτάξω κάτω. δεν φοβάμαι μη ζαλιστώ. φοβάμαι που θα δω την άσφαλτο κι όχι τη θάλασσα. ξεφυλλίζω ένα απ αυτά τα λευκώματα της taschen αφιερωμένο στον χόπερ. μπαίνω στους πίνακες. είμαι η γυναίκα στο ξενοδοχείο που περιμένει τον εραστή της, είμαι ο βενζινάς κάπου σε μια αμερικανική επαρχία, είμαι ο φάρος που προειδοποιεί τα πλοία.

φάρος

το βλέμμα μου φεύγει από το λεύκωμα, κατευθείαν απέναντι για να αποφύγει τα κύματα της ασφάλτου που καραδοκούν να με προσγειώσουν. λίγο προς τα δεξιά, στην άλλη πλευρά του κεντρικού, μετά τη νησίδα της ασφάλτινης θάλασσάς μου, είναι ένα κτίριο που περιμένει να γίνει γραφείων, ένα κτίριο κενών προς το παρόν. το βλέπω ακόμα κι όταν είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, με τις ανέμπνευστες ορθές γωνίες του, σοβαρές και πειθήνιες. μου αρέσει να το χαζεύω που αλλάζει χρώματα όταν πέφτει πάνω του ο πλάγιος απογευματινός ήλιος. ναι, αυτός που τα κάνει όλα πιο όμορφα. τότε σκέφτομαι ότι εγώ είμαι η θέα του πίνακα, αυτό που ατενίζει ο βαριεστημένος υπάλληλος στη μικρή πόλη. σοβαρός, εντός πλαισίου, αλλά με το βλέμμα του εκτός, αφήνει τη δουλειά του για να με χαζέψει, επτά και κάτι δεκαετίες μετά, να κάθομαι σ’ ένα μπαλκόνι πάνω από τη θάλασσα και να αναρωτιέμαι αν είναι ευχαριστημένος από τη ζωή του, αν έχει κάποιον να τον περιμένει όταν σχολάσει, τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει.

 γραφείο

το ξανασκέφτομαι. όταν μεγαλώσω, δεν θέλω να γίνω πίνακας του χόπερ. κρύβουν πολλή μοναξιά μέσα τους αυτά τα έργα.